- ορισμός
- ο (ΑΜ ὁρισμός) [ορίζω](φιλοσ.) πρόταση με την οποία, σε συντομία αλλά και με πληρότητα, δηλώνονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, μιας ιδιότητας ή μιας σχέσης, το περιεχόμενο μιας έννοιας ή μιας λέξης, χαρακτηριστικά και περιεχόμενο με τα οποία αυτά διακρίνονται από κάθε άλλο διαφορετικό ή συγγενές τους («ο ορισμός τής αρετής»)νεοελλ.καθορισμός («ορισμός τής τιμής τών εμπορευμάτων»)νεοελλ.-μσν.διαταγή, εντολή, προσταγή («στους ορισμούς σας!»)μσν.σπαν. όριο, σύνοροαρχ.1. χάραξη ή θέση ορίων, περιορισμός2. καθορισμός τής αμοιβής για την έκβαση αγώνα, στοίχημα3. ευχή, τάμα, υπόσχεση.
Dictionary of Greek. 2013.